- κτείνας
- κτείνᾱς , κτείνωkillaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτεῖνας — κτείνω kill aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SALAMIS vel SALAMIN — SALAMIS, vel SALAMIN hodie Coluri, teste Sophianô, insula sinus Saronici, inter Peloponnesum et Atticam, Aeginae proxima. Dionysius v. 511. Πρόςθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς, ἐφύπερθεν Α᾿βάντων Φαίνονται Σαλαμίς τε καὶ Αἰγίνης πτολιέθρον. Olim Cychria … Hofmann J. Lexicon universale
κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και … Dictionary of Greek
παφών — Α (κατά τον Ησύχ.) «κτείνας». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. θείνω «σκοτώνω», πρβλ. αόρ. έπε φν ον, παρακμ. πέ φα ται (βλ. και λ. θείνω)] … Dictionary of Greek
τάφος — Πόλη της αρχαίας Κεφαλληνίας. Oνομαζόταν και Ταφιούσσα. Αναφέρεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο. * * * (I) ο, ΝΜΑ λάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ… … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek